- καταφῦλαδόν
- κατα-φῦλαδόν (φῦλον): in tribes, in clans, Il. 2.668†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
καταφυλαδόν — (Α) επίρρ. κατά φυλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φυλαδόν «κατά φυλές»] … Dictionary of Greek
καταφυλαδόν — καταφῡλαδόν , καταφυλαδόν in tribes indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)